- περιμανδρώνω
- Νβλ. περιμαντρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιμαντρώνω — και περιμανδρώνω κατασκευάζω μάντρα γύρω από οίκημα ή κτήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μαντρώνω. Ο τ. περιμανδρώνω μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek